dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
σιγαστήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schalldämpfer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σιλανσιέ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schalldämpfer
Ⓦ
Ⓖ
…