dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κασκόλ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
άνοστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μπαγιάτικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σαχλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schal
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)