dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
περίοδος καλοκαιρίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schönwetterperiode
Ⓦ
Ⓖ
…