dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ομορφιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schönheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ωραιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schönheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κάλλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schönheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πεντάμορφη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schönheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
καλλονή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schönheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)