dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
τραυματιοφορέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sanitäter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
νοσοκόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sanitäter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
βοηθός γιατρού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sanitäter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)