dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εποχικός εργαζόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Saisonarbeiter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εποχιακός εργάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Saisonarbeiter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)