dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
χορτασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sättigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sättigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
χόρταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sättigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
χορτασιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sättigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
χόρτασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sättigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κορεσμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sättigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)