dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ταξιδιωτικός πράκτορας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Reisebürokaufmann
Ⓦ
Ⓖ
…