dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
ικανότητα αντίδρασης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Reaktionsvermögen
Ⓦ
Ⓖ
…