dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
πουρές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Püree
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)