dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
πορφύρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Purpur
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
βυσσινής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
purpurn
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πορφυρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
purpurrot
Ⓦ
Ⓖ
…