dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
διαμαρτυρόμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Protestant
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
προτεστάντης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Protestant
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
προτεσταντικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
protestantisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
προτεσταντικό εκκλησιαστικό δίκαιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
protestantisches Kirchenrecht
Ⓦ
Ⓖ
…
προτεσταντισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Protestantismus
Ⓦ
Ⓖ
…