dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
ιεράρχης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Prälat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ποιμενάρχης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Prälat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
προκαθήμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Prälat
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αρχιερέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Prälat
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)