dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
τσόντα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Porno
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πορνό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Porno
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ταινία πορνό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Porno
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πορνογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Porno
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
πορνογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Porno.
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τσόντα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pornofilm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ταινία πορνό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pornofilm
Ⓦ
Ⓖ
…
πορνογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pornografie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πορνογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pornografie.
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πορνογραφικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pornografisch
Ⓦ
Ⓖ
…
πορνογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pornographie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πορνογραφία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pornographie.
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
πορνογραφικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pornographisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
περιοδικό πορνό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Pornoheft
Ⓦ
Ⓖ
…