dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πρωτοπόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pionier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
καταδρομέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pionier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πρωτεργάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pionier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πρωτεργάτρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pionier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σκαπανέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pionier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πρόδρομος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pionier
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)