dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Περού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Peru
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
περούκα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Perücke
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
φενάκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Perücke
Ⓦ
Ⓖ
…