dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
πατ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Patt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
το
αδιέξοδο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pattstellung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ταρταρούγα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schildpatt
Ⓦ
Ⓖ
…