dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
παρακεντές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Parasit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
παράσιτο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Parasit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)