dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αγρομίσθωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pacht
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
πακτώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pachten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μισθώνω προσοδοφόρο πράγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pachten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ένοικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pächter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αγρομισθωτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pächter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πακτωτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pächter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αγρομίσθωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pachtpreis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αγρομίσθωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pachtzins
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μίσθωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pachtzins
Ⓦ
Ⓖ
…
!
επίμορτη αγροληψία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Teilpacht
Ⓦ
Ⓖ
…