dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
οπτιμιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Optimist
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
οπτιμίστρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Optimistin
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αισιόδοξος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
optimistisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
οπτιμιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
optimistisch
Ⓦ
Ⓖ
…