dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αδυναμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ohnmacht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
λιγοθυμιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ohnmacht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
λιποθυμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ohnmacht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σκοτοδίνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ohnmacht
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
λιπόθυμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ohnmächtig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αναίσθητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ohnmächtig
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
λιγοθυμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ohnmächtig werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
λιποθυμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ohnmächtig werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπαϊλντίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ohnmächtig werden
Ⓦ
Ⓖ
…