dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κάμινος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ofen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σόμπα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ofen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
φούρνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ofen
Ⓦ
Ⓖ
…
θερμάστρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ofen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
Κάμινος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ofen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κλίβανος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ofen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)