dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
κράτος που εισπράττει περισσότερα από όσα εισφέρει
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nettobegünstigter
Ⓦ
Ⓖ
…