dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μύλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mühle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αλευρόμυλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mühle
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)