dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
μυστικισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mystik
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
μυστικοπάθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hang zur Mystik
Ⓦ
Ⓖ
…