dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ορυκτέλαιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Mineralöl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ορυκτέλαια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mineralöl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ορυκτό έλαιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Mineralöl
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)