dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μεθανόλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Methanol
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ξυλόπνευμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Methanol
Ⓦ
Ⓖ
…