dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
υλιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Materialist
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
υλίστρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Materialistin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
υλιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
materialistisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ματεριαλιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
materialistisch
Ⓦ
Ⓖ
…