dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
μαγεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Magie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
γητειά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Magie
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)