dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
βιωσιμότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Machbarkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)