dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
τεμπέλης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Müßiggänger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
αργόσχολος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Müßiggänger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χασομέρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Müßiggänger
Ⓦ
Ⓖ
…