dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
μοναχός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mönch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ρασοφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mönch
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
καλόγερος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mönch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)