dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
ανδροπρέπεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Männlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αρρενωπότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Männlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λεβεντιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Männlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ανδρισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Männlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…