dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
λαχείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lotterie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
λαχειοφόρος αγορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lotterie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
λοταρία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lotterie
Ⓦ
Ⓖ
…