dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κορυδαλλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Lerche
Ⓦ
Ⓖ
…
σταρήθρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Lerche
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γαλιάντρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lerche
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)