dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
φορτηγίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Leichter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
αλαφραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leichter machen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αλαφραίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leichter werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ξαλαφρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leichter werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ελαφρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leichter werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πλοίο για φορτηγίδες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Leichterträgerschiff
Ⓦ
Ⓖ
…