dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
συμπατριώτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Landsmann
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
χωριανός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Landsmann
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ομοεθνής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Landsmann
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πατριώτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Landsmann
Ⓦ
Ⓖ
…