dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
θέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lage
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατάσταση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lage
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
τοποθεσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lage
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
περίπτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lage
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
τόπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lage
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)