dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κενό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lücke
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ελάττωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lücke
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
παραθυράκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lücke
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
χάσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lücke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
άνοιγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lücke
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διάκενο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lücke
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)