dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δρομέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Läuferin
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)