dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Δεν βρέθηκαν εγγραφές για
Lähmungs
Εννοούσατε:
Lähmung
Εν μέρει αντιστοιχίες:
Lähmungs-
Lähmungserscheinung