dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κουζίνα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Küche
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μαγειρείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Küche
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)