dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
χαλκουργός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kupferschmied
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
χαλκωματάς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kupferschmied
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ορειχαλκουργός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kupferschmied
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
χαλκευτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kupferschmied
Ⓦ
Ⓖ
…