dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κριτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kritiker
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
λογοκριτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kritiker
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)