dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πολεμιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Krieger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εμπόλεμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Krieger
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)