dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαφθορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Korruption
Ⓦ
Ⓖ
…
δωροδοκία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Korruption
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)