dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
διορθωτικό υγρό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Korrekturflüssigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διορθωτικό στυλό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Korrekturflüssigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…