dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
ικανότητα συγκέντρωσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Konzentrationsvermögen
Ⓦ
Ⓖ
…