dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
λογαριασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Konto
Ⓦ
Ⓖ
…
τραπεζικός λογαριασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konto
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)