dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
βάση κεριών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kerzenständer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κηροπήγιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kerzenständer
Ⓦ
Ⓖ
…